Ιστορικό

Η ίδρυση του Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (1925)

Την εποχή στην οποία αναφερόμαστε το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη κατοικούσε ακόμη στο κέντρο της πόλης, σε προσωρινά καταλύματα ή σε δημόσια κτίρια. Οι θάνατοι υπερέβαιναν τις γεννήσεις σχεδόν κατά 100%, ενώ το βιοτικό επίπεδο τουλάχιστον για το ένα τρίτο του πληθυσμού, υπήρξε αδιανόητα χαμηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Στα τέλη του έτους αποχώρησαν και οι τελευταίοι μουσουλμάνοι της Θεσσαλονίκης, με βάση τη σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών. Δημιουργήθηκε, έτσι, ένα κενό στα μικρά επαγγέλματα που έσπευσαν να καταλάβουν οι πρόσφυγες, δημιουργώντας περίπου 500 νέες μικρές επιχειρήσεις κάθε χρόνο. Την ίδια χρονιά, ανεγέρθηκαν πάνω από 700 κατοικίες στην πυρίκαυστο ζώνη, δημιουργώντας χώρο για νέα επαγγέλματα και εξειδικεύσεις.
 
Η κυβέρνηση του Α. Μιχαλακοπούλου επανέφερε το ζήτημα της ίδρυσης ξεχωριστών επαγγελματικών και βιοτεχνικών επιμελητηρίων και την άνοιξη του 1925 προώθησε το σχετικό νομοσχέδιο που εκκρεμούσε από το προηγούμενο καλοκαίρι. Θα εξετάσουμε στη συνέχεια: Πρώτον, το περιεχόμενο του σχετικού νόμου. Δεύτερον, τα πρώτα οργανωτικά βήματα του νέου Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου στη Θεσσαλονίκη. Τρίτον, θα αναφερθούμε στον επαγγελματικό χάρτη της πόλης, αφενός με την αναφορά στην κατανομή των επαγγελμάτων μεταξύ του ΕΒΕΘ και του νέου επιμελητηρίου, αφετέρου με τη σύνθεση των μελών του τελευταίου.
 
2.1 Ο νόμος 3305/10/13.4.1925
 
Η Δ΄ εν Αθήναις Συντακτική Συνέλευση ψήφισε το νόμο περί συστάσεως επαγγελματικών και βιοτεχνικών επιμελητηρίων, ο οποίος κυρώθηκε στις 10 Απριλίου 1925 από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Παύλο Κουντουριώτη. Ο νόμος εξουσιοδοτούσε τον υπουργό εθνικής οικονομίας να εγκρίνει με κανονιστικό διάταγμα την ίδρυση επαγγελματικών και βιοτεχνικών επιμελητηρίων στην Αθήνα, τον Πειραιά, τον Βόλο, την Πάτρα, τη Θεσσαλονίκη και την Κέρκυρα. Εισηγητής του νόμου ήταν ο υπουργός εθνικής οικονομίας Κ. Σπυρίδης, βουλευτής Βόλου, ο οποίος τις ίδιες περίπου μέρες (για την ακρίβεια στις 25 Απριλίου) ενέκρινε και την ίδρυση της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης. Δύο από τους βασικούς θεσμούς της πόλης γεννήθηκαν τις ίδιες μέρες.

Σύμφωνα με τον νέο νόμο, ο οποίος κατήργησε τα αυτοτελή επαγγελματικά και βιοτεχνικά τμήματα των ΕΒΕ που είχαν συσταθεί με το Ν.Δ. της 2.11.1923, τα επαγγελματικά και βιοτεχνικά επιμελητήρια που θα ιδρύονταν αποτελούσαν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και είχαν ως σκοπό την προστασία και προαγωγή των συμφερόντων των επαγγελματικών, χειρονακτικών και βιοτεχνικών τάξεων. Το ιδρυτικό διάταγμα για κάθε επιμελητήριο καθόριζε και τη γεωγραφική περιοχή δικαιοδοσίας του, η οποία μπορούσε να τροποποιηθεί με νέο νομοθετικό διάταγμα. Η ίδρυση επιμελητηρίων της κατηγορίας αυτής σε άλλες πόλεις ήταν επίσης δυνατή, αλλά μετά από γνωμοδότηση του αρμοδίου ΕΒΕ και εγκριτική απόφαση του υπουργικού συμβουλίου.
 
Οι αρμοδιότητες των επαγγελματικών και βιοτεχνικών επιμελητηρίων που προέβλεψε ο νόμος 3305 σκιαγραφούν τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε το κράτος την πολυπληθή κατηγορία των αυτοαπασχολουμένων και των μικρών επιχειρήσεων, η οποία την εποχή εκείνη αποτελούσε την πλειονότητα του αστικού ενεργού πληθυσμού. Έτσι, στις αρμοδιότητες περιλαμβανόταν η ανάπτυξη 'είτε κατ' επαγγέλματα είτε γενικώς' πιστωτικών και προμηθευτικών συνεταιρισμών για την απευθείας προμήθεια πρώτων υλών, εργαλείων και οργάνων. Επίσης, περιλαμβανόταν η ίδρυση και διοίκηση ιδρυμάτων επαγγελματικής και βιοτεχνικής 'μορφώσεως'. Η τρίτη κατηγορία αρμοδιοτήτων ήταν η συγκέντρωση στοιχείων και η εκπόνηση μελετών για τα επαγγελματικά και βιοτεχνικά προβλήματα κάθε περιοχής καθώς και η εκπόνηση ετησίων εκθέσεων για την κίνηση στην περιοχή δικαιοδοσίας των επιμελητηρίων ή η γνωμοδότηση επί νομοσχεδίων ή διαταγμάτων που αφορούσαν επαγγελματικά και βιοτεχνικά θέματα. Τέταρτο, ήταν η τήρηση μητρώου των επιχειρήσεων που υπάγονταν στη δικαιοδοσία των επιμελητηρίων. Έτσι, με την νέα κατηγορία επιμελητηρίων, το κράτος αποκτούσε ταυτοχρόνως ένα πλήρες γεωγραφικό δίκτυο πληροφοριών, συμβούλους για τα σχετικά θέματα και πυρήνες για την επαγγελματική εκπαίδευση και την ίδρυση συνεταιρισμών.
 
Ο νέος νόμος όριζε ότι τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων θα ήταν αιρετά, με εξαετή θητεία και ανανέωση του ημίσεως των μελών ανά τριετία. Πλην των αιρετών μελών θα συμμετείχαν αυτοδικαίως αλλά με περιορισμένα δικαιώματα, οι πρόεδροι των οικείων ΕΒΕ, ο πρόεδρος της ομοσπονδίας επαγγελματιών της έδρας του επιμελητηρίου. Τα επιμελητήρια θα χωρίζονταν σε δύο τμήματα, επαγγελματικό και βιοτεχνικό. Η εκλογή των μελών του διοικητικού συμβουλίου θα γινόταν κατά κατηγορία επαγγελμάτων. Εκλόγιμοι ήταν οι εκλογείς που ασκούσαν από τριετίας το επάγγελμα στην έδρα του επιμελητηρίου. Κατά την πρώτη εφαρμογή του νόμου, στις διοικήσεις των νέων επιμελητηρίων θα παρέμεναν τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των καταργουμένων εμπορικών και βιοτεχνικών τμημάτων των ΕΒΕ.
 
Μέλη των επιμελητηρίων θα ήταν όσοι ασκούσαν τα 54 επαγγέλματα που περιλαμβάνονται στον πίνακα 1, αλλά και κάθε άλλος χειροτέχνης ή βιοτέχνης που διατηρούσε εργαστήριο και του οποίου τα προϊόντα πωλούνταν 'επιτοπίως και λιανικώς'. Εξαιρούνταν οι ανώνυμες εταιρείες, οι επιχειρήσεις χονδρικού εμπορίου και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως του αν ήταν χειροτεχνικές, βιοτεχνικές ή (για την περίπτωση της ανωνύμου) επαγγελματικές. Επειδή ήταν εμφανές ότι, παρά τη λεπτομερειακή ονομαστική αναφορά των επαγγελμάτων, θα υπήρχαν αμφισβητήσεις, ο νόμος όρισε ότι στην έδρα κάθε νέου επαγγελματικού και βιοτεχνικού επιμελητηρίου θα σχηματιζόταν τριμελής επιτροπή, αποτελούμενη από εκπροσώπους του οικείου επιμελητηρίου, του οικείου ΕΒΕΘ και του οικονομικού εφόρου (στην Αθήνα εκπροσώπου του υπουργείου εθνικής οικονομίας). Τα μέλη θα κατέβαλαν δικαίωμα εγγραφής 25-50 δραχμές για κάθε επωνυμία και ετήσια συνδρομή 100 δραχμές. Το ποσό των 100 δραχμών αντιπροσώπευε το ένα τρίτο της χρυσής λίρας (αξία σε χρυσό 30 ευρώ περίπου), αλλά και δύο περίπου ημερομίσθια ειδικευμένου τεχνικού.
 
Από τα 54 επαγγέλματα του πίνακα 1, τα 41 υπήρχαν και στα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ τα περισσότερα και κατά τον 18ο αιώνα. Τα υπόλοιπα 14 ήταν σχετικώς νέα, με την έννοια ότι είχαν εμφανιστεί στη Θεσσαλονίκη την τελευταία εικοσιπενταετία πριν από την έκδοση του νόμου. Τα επαγγέλματα αυτά ήταν: επιδιορθωτές πίλων, ζυθοπώλες, ιδιοκτήτες καθαριστηρίων και βαφείων, καπνοπώλες, κατασκευαστές ειδών γυναικείας αμφιέσεως, κομμωτές, μικτοί μικρέμποροι συνοικιών, σιδηρωτές, σκευοστολιστές οίκων (διακοσμητές), στιλβωτές, σφραγιδοχαράκτες, φερετροποιοί και φωτογράφοι.
 
Σε εφαρμογή του νόμου 3305 εκδόθηκε το προβλεπόμενο νομοθετικό διάταγμα της 2.5.1925, με το οποίο ιδρύθηκε το Εμπορικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης. Αντιθέτως προς την πρόβλεψη του νόμου, δεν προσδιορίσθηκε η γεωγραφική αρμοδιότητά του. Ορίσθηκαν, όμως, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου σε 20. Δεδομένου ότι τόσα ακριβώς συμμετείχαν και στο διοικητικό συμβούλιο του υφιστάμενου επαγγελματικού και βιοτεχνικού τμήματος του ΕΒΕΘ, το νέο επιμελητήριο είχε εκλεγμένη διοίκηση τουλάχιστον για μία τριετία. Την ίδια ημέρα ιδρύθηκαν και τα επαγγελματικά και βιοτεχνικά επιμελητήρια Αθηνών και Πειραιώς.
 
Τα πρώτα οργανωτικά βήματα
 
Την επαύριον της δημοσιεύσεως του νόμου 3305 συνήλθε σε ολομέλεια το διοικητικό συμβούλιο του επαγγελματικού τμήματος του ΕΒΕΘ. Η συνεδρίαση είχε θριαμβευτικό και ταυτοχρόνως πρακτικό χαρακτήρα. Τον προηγούμενο μήνα επιτροπή αποτελούμενη από μέλη του συμβουλίου -με επικεφαλής τον πρόεδρο Α. Κατσάρου- είχε μεταβεί στην Αθήνα για να επιτύχει τροποποιήσεις στο νομοσχέδιο. Η επιτροπή είχε συντελέσει το έργο της σε συνεργασία με τους ενδιαφερόμενους της Αθήνας. Το πρώτο ζήτημα που εξέτασε το διοικητικό συμβούλιο ήταν το ύψος της συνδρομής που θα έπρεπε να πληρώνουν τα μέλη του νέου επιμελητηρίου. Κατατέθηκαν τρεις προτάσεις: (1) Να καταβάλλουν συνδρομές αναλόγως της καταβαλλομένης φορολογίας καθαράς προσόδου. (2) Να καταβάλλουν όλοι την ίδια εισφορά. (3) Να διαιρεθούν σε κατηγορίες. Η πρώτη πρόταση αποκλείσθηκε διότι κρίθηκε ως τεχνικώς δυσχερής. Η δεύτερη απορρίφθηκε διότι κρίθηκε άδικη. Έτσι, προκρίθηκε η τρίτη πρόταση. Τα μέλη διαιρέθηκαν σε δύο κατηγορίες, από τις οποίες στην πρώτη αντιστοιχούσε εισφορά 80 δραχμών και στη δεύτερη 40 δραχμών. Πρακτικώς, σχηματίσθηκε και τρίτη κατηγορία, για τα μέλη της επαρχίας, με συνδρομή 20 δραχμών. Ποιοι όμως θα κατατάσσονταν στην πρώτη κατηγορία; Έγινε δεκτό ότι 'οι επαγγελματίες οι έχοντες εις ωρισμένας κεντρικάς οδούς και αγοράς το κατάστημά των' είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν 80 δραχμές ετησίως. Έτσι, υιοθετήθηκε το γεωγραφικό κριτήριο και στην πρώτη κατηγορία εντάχθηκαν όσοι ήταν εγκατεστημένοι στις οδούς: Εγνατία, Βενιζέλου, Ερμού, Τσιμισκή, Βουλγαροκτόνου (Προξένου Κορομηλά / Καλαποθάκη), Λεωφόρος Νίκης, Βασιλέως Γεωργίου, Δημοκρατίας (Βασιλίσσης Όλγας), Μεγάλου Αλεξάνδρου (Ίωνος Δραγούμη), Αγίας Σοφίας ως το ύψος της Εγνατίας, Εθνικής Αμύνης και στην πλατεία Ελευθερίας και τους πέριξ δρόμους. Στον Γ΄ φορολογικό τομέα (δυτικώς της σημερινής πλατείας Δημοκρατίας), στην πρώτη κατηγορία εντάχθηκαν τα καταστήματα που βρίσκονταν στις οδούς Μοναστηρίου, 26ης Οκτωβρίου και Γιαννιτσών, μέχρι τις σιδηροδρομικές γραμμές, και στην οδό Λαγκαδά μέχρι το συνοικισμό Ρεζή Βαρδάρη. Τέλος, η οδός Κουντουριώτου και τα εξοχικά κέντρα συμπεριλήφθηκαν στην πρώτη κατηγορία και όλοι οι άλλοι επαγγελματίες στην δεύτερη. Ως δικαίωμα εγγραφής ορίσθηκε για όλους το δικαίωμα των 50 δραχμών. Αυτή ήταν η πρώτη απόφαση που ελήφθη μετά τη δημοσίευση του νόμου 3305.
 
Οι επόμενες δύο αποφάσεις ελήφθησαν στη συνεδρίαση της διοικούσας επιτροπής στις 24.4.1925. Αν και το νομοθετικό διάταγμα για την ίδρυση του επιμελητηρίου δεν είχε ακόμη δημοσιευθεί, τα σχετικά πρακτικά -που συνέχισαν να τηρούνται στο ίδιο βιβλίο- έχουν τον τίτλο 'Πρακτικό συνεδριάσεως της Διοικούσης Επιτροπής Επαγγελματικού Επιμελητηρίου'. Η πρώτη απόφαση αφορούσε το ζήτημα της στέγης. Ήδη από μηνών είχε διαπιστωθεί στενότητα χώρου στο κτίριο του ΕΒΕΘ, αλλά τώρα δεν υπήρχε λόγος υπομονής. Αποφασίσθηκε η ενοικίαση διαμερίσματος στο κοινοτικό μέγαρο επί της οδού Αγίας Σοφίας για 2 έτη. Το μοναδικό κοινοτικό μέγαρο στην οδό Αγίας Σοφίας ήταν το κτίριο του πρώην ελληνικού προξενείου, στο οποίο το 1915 εγκαταστάθηκε η Γεωργική Τράπεζα Μακεδονίας (νυν Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα). Η δεύτερη απόφαση ήταν η πρόσληψη του δικηγόρου Χαράλαμπου Λέκκα ως διευθυντή. Μια άλλη απόφαση που ελήφθη τις επόμενες ημέρες -για την ακρίβεια την ίδια μέρα με τη δημοσίευση του ιδρυτικού νομοθετικού διατάγματος- δεν ήταν λιγότερο χρήσιμη: Ο μοναδικός υπάλληλος που είχε εγκατασταθεί στην οικονομική εφορία και εισέπραττε τα τέλη εγγραφής προφανώς δεν επαρκούσε και αποφασίσθηκε να προσληφθεί για ένα δίμηνο προσωρινός υπάλληλος που θα τον βοηθούσε. Στη συνέχεια εγκρίθηκε κανονισμός εσωτερικής υπηρεσίας και ο πρώτος προϋπολογισμός του νέου επιμελητηρίου και αποφασίσθηκε η πρόσληψη ενός λογιστή και ενός κλητήρα.
 
Η πρώτη επίσημη (δηλαδή μετά την ίδρυση του επιμελητηρίου) συνεδρίαση της 'Διοικούσης Επιτροπής Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης' πραγματοποιήθηκε στις 11.6.1925. Από την έκφραση 'γενομένων δαπανών εγκαταστάσεως του Επιμελητηρίου' προκύπτει ότι η μετεγκατάσταση των γραφείων στην οδό Αγίας Σοφίας είχε ήδη πραγματοποιηθεί. Κατά τα άλλα, η συνεδρίαση ήταν μία από τις εκατοντάδες που θα ακολουθούσαν τα επόμενα χρόνια. Το ελληνικό προξενείο Βρινδισίου ρωτούσε αν στη Θεσσαλονίκη κατασκευάζονταν βαρέλια από ξύλο καστανιάς (δεν κατασκευάζονταν). Το ρουμανικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη ρωτούσε αν η Θεσσαλονίκη θα απορροφούσε τσαρούχια (απορρόφηση κρίθηκε 'δυσχερεστάτη και ασύμφορος λόγω των υπερόγκων εισαγωγικών δασμών'). Διορισμοί μελών σε επιτροπές, είτε προβλεπόμενες από τον ιδρυτικό νόμο είτε επιτροπές δημοπρασιών. Κυρίως, όμως, πνεύμα αυστηρής οικονομίας. Η ικανοποίηση του αιτήματος για αγορά γαλλικής γραφομηχανής αναβλήθηκε 'προς το παρόν δι' ευθετότερον χρόνον' (η απαντητική επιστολή στο ρουμανικό προξενείο γράφτηκε, προφανώς, με το χέρι). Υπάλληλος του επιμελητηρίου που ταξίδεψε για υπηρεσιακούς λόγους στην Έδεσσα, στη Νάουσα και στα Γιαννιτσά με το τρένο είχε ζητήσει και το αμαξαγώγιο από το σιδηροδρομικό σταθμό ως το Επιμελητήριο (25 δραχμές). Το αίτημα απορρίφθηκε. Ο αντιπρόεδρος του Επιμελητηρίου Ι. Βαρδουλάκης χρησιμοποίησε αγοραίο αυτοκίνητο για να κάνει περιοδεία στην Κεντρική Μακεδονία. Αλλά το δικό του ταξίδι διήρκεσε οκτώ ημέρες. Μόνον η αμοιβή του αγοραίου ήταν 6.400 δραχμές (800 δραχμές ημερησίως). Η επιτροπή του ενέκρινε μόνον 3.500. Ο αντιπρόεδρος δήλωσε 'επιμόνως ότι επαφίεται εις την απόλυτον κρίσιν της επιτροπής δια την λογικήν και δικαίαν εκτίμησιν των πράγματι υπ΄αυτού καταβληθεισών δαπανών, ιδία εις έξοδα αυτοκινήτου'.
 
Τον Ιούλιο, πάντως, αποφασίσθηκε η μονιμοποίηση της δακτυλογράφου και του γραμματέως. Υπήρχε, προφανώς, αρκετή διοικητική εργασία, αν κρίνουμε από τα αιτήματα που κατέκλυζαν το συμβούλιο, όπως του Παμμακεδονικού Φοιτητικού Συλλόγου, του συνδέσμου καφεπωλών, του συνδέσμου αμαξοκαρροποιών, του σωματείου παντοπωλών, ακόμη και του κλητήρα για τα οδοιπορικά του. Υπήρχε, πάντως, έλλειψη συντονισμού μεταξύ των επιμελητηρίων, όπως φαίνεται από την εξιστόρηση της μετάβασης μιας αντιπροσωπείας, με τους Παπαβασιλείου και Ψάλτη, στην Αθήνα, όπου αντί προγραμματισμένης συσκέψεως δεν βρήκαν κανέναν να τους περιμένει. Ωστόσο, οι δύο σύμβουλοι δεν έχασαν την ευκαιρία και επισκέφθηκαν τους αρμόδιους υπουργούς, προσπαθώντας να συνεννοηθούν για το ζήτημα της διατίμησης των ειδών.
 
Τον Αύγουστο του 1925 το συμβούλιο κλήθηκε να χειριστεί δύο δύσκολες υποθέσεις. Η πρώτη ήταν η ίδρυση της Διεθνούς Εκθέσεως, στης οποίας το συμβούλιο συμμετείχε ο πρόεδρος του επιμελητηρίου. Η άλλη ήταν η διάσπαση του συνδέσμου παντοπωλών, λόγω της δυσαρέσκειας μιας μερίδας τους, που αποσχίσθηκε και ίδρυσε τον σύνδεσμο εδωδιμοπαντοπωλών. Η απόπειρα του επιμελητηρίου να συμβιβάσει τις δύο πλευρές απέτυχε. Αφορμή της πολύμηνης διένεξης ήταν η έκδοση δελτίου τιμών για χρήση των παντοπωλείων και των καταναλωτών. Επιπλέον, η οικονομική εφορία απέστειλε έγγραφο για να γνωστοποιήσει ότι θα διενεργούσε έλεγχο στο Επιμελητήριο.
 
Ο νέος διευθυντής του επιμελητηρίου Χ. Λέκκας είχε αποσπάσει την εμπιστοσύνη του συμβουλίου, το οποίο αποφάσισε την μονιμοποίησή του και την αύξηση του μισθού του. Στη συνέχεια, ο Χ. Λέκκας κατέθεσε δύο προτάσεις που έγιναν αμέσως δεκτές από το συμβούλιο, με θερμή συνηγορία του προέδρου. Η πρώτη ήταν η δημιουργία γραφείου στατιστικής και η δεύτερη η έκδοση εβδομαδιαίου δελτίου. Οι δύο καινοτομίες αλληλοσυμπληρώνονταν, αφού τα ευρήματα του γραφείου στατιστικής θα μπορούσαν να προβάλλονται μέσω του δελτίου, συντελώντας έτσι 'εις την βαθμιαίαν και συστηματικήν μόρφωσιν και ανάδειξιν του επαγγελματικού κόσμου'. Σύμφωνα με τον κανονισμό του δελτίου, 'το Επιμελητήριον εκδίδει εβδομαδιαίον έντυπον, όργανον αυτού, υπό τον τίτλον 'Δελτίον Επαγγελματικού και Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης'. Η διεύθυνση του δελτίου ανατέθηκε στον Χ. Λέκκα, υπό την εποπτεία 'Εφορευτικής του Δελτίου Επιτροπής', που εξέλεγε η διοικούσα επιτροπή. Πόροι του δελτίου θα ήταν οι συνδρομές, οι πωλήσεις και οι διαφημίσεις. Η ευφρόσυνη ατμόσφαιρα από την απόφαση αυτή διαταράχθηκε από την διαπίστωση ότι αρκετά μέλη του συμβουλίου δεν προσέρχονταν στις συνεδριάσεις, με αποτέλεσμα ο πρόεδρος να διατυπώσει την σκέψη μήπως θα έπρεπε να αυξηθεί ο αριθμός τους. Επίσης, στις επιτροπές δημοπρασιών, οι εκπρόσωποι του ΕΒΕΘ έδιναν την εντύπωση ότι μεροληπτούσαν εις βάρος των επαγγελματιών, γεγονός που όχι σπάνια δημιούργησε ένα κλίμα πολεμικής μεταξύ των δύο κλάδων.
 
Τον Νοέμβριο, επί κυβερνήσεως Θ. Παγκάλου, ο Εμπορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης κάλεσε τους φορείς της πόλης σε κοινή σύσκεψη ενόψει 'επαπειλούντος κομμουνιστικού κινδύνου'. Είχαν προηγηθεί μάχες στους δρόμους μεταξύ της αστυνομίας και των καπνεργατών, οι οποίοι απαιτούσαν να καταργηθεί το εκδιδόμενο από την αστυνομία δελτίο εργασίας, καθώς και οι δημοτικές εκλογές που είχαν αναδείξει ως δήμαρχο τον υποστηριζόμενο από την Αριστερά Μηνά Πατρίκιο και 20 αριστερούς δημοτικούς συμβούλους. Ο Θ. Πάγκαλος ακύρωσε τις εκλογές. Ο Πατρίκιος επανεξελέγη, αλλά οι περισσότεροι σύμβουλοι φυλακίσθηκαν. Το Επιμελητήριο συμμετείχε στη σύσκεψη, η οποία αποφάσισε τη σύσταση 'αστικής ενώσεως', όχι όμως και στην ίδια την 'ένωση', διότι ήταν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Πάντως, το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να παράσχει 'ηθική στήριξη'.
 
Τα Χριστούγεννα το διοικητικό συμβούλιο αποφάσισε να καταβάλει στο προσωπικό δώρο εορτών ίσο προς ένα μισθό (το προσωπικό υπέβαλε τις ευχαριστίες του) και συνέστησε στα μέλη του να κάνουν το ίδιο. Επίσης, αποφάσισε να ενισχύσει τη Μητρόπολη για τη λειτουργία νυχτερινών σχολείων, στα οποία φοιτούσαν εργαζόμενοι, και να εγγραφεί ως συνδρομητής στο 'Μακεδονικό Ημερολόγιο', προς ενίσχυση του εκδότη του.
 
Η σύνθεση των επαγγελμάτων (1925)
 
Όπως είδαμε, ο νόμος 3305 (άρθρο 6) είχε προβλέψει ότι σε περίπτωση που υπήρχαν αμφισβητήσεις για το αν κάποιο επάγγελμα θα εντασσόταν στο ΕΒΕ ή στο νέο επιμελητήριο, επιτροπή αποτελούμενη από εκπροσώπους των δύο πλευρών, με τη συμμετοχή και του οικονομικού εφόρου, θα αποφάσιζε οριστικώς. Στις 24.6.1925 συνεδρίασε πράγματι η επιτροπή του άρθρου 6, αποτελούμενη από τους διευθυντές των δύο επιμελητηρίων (του ΕΒΕΘ ήταν ο Ιωάννης Βεκρής) και τον οικονομικό έφορο Θεοδοσόπουλο (δεδομένου ότι 'τινά των επαγγελμάτων δεν αναγράφονται ειδικώς εν τω νόμω, ως εκ τούτου δε ηγέρθησαν αμφισβητήσεις περί του αν ταύτα δέον να υπαχθώσιν εις το Εμπορικόν ή το Επαγγελματικόν Επιμελητήριον'), και αποφάσισε ότι στο Εμπορικό Επιμελητήριο θα υπάγονταν: οι εργολάβοι οικοδομών, οι μεσίτες παντός είδους, οι έμποροι ψιλικών που είχαν κατάστημα στην αγορά, οι πωλητές ετοίμων ενδυμάτων, οι κατασκευαστές και πωλητές αποκλειστικώς ειδών γάμου και βαπτίσεων και οι χρωματοπώλες.
 
Αντίστοιχα, στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο υπήχθησαν: Οι βιοτέχνες ταπήτων, οι ασβεστοποιοί, οι κατασκευαστές εγχωρίων οπτοπλίνθων, οι κατασκευαστές ετοίμων ενδυμάτων ως ράπτες (σε αντιδιαστολή προς τους πωλητές), οι ασχολούμενοι στη χειροποίητη υφαντουργία, οι ασχολούμενοι στην κατασκευή πλεκτών ειδών, κεντημάτων και συναφών ειδών, οι τυπογράφοι που εργάζονταν προσωπικώς και οι μυλωνάδες στα χωριά.
 
Τα επαγγέλματα αυτά παρουσίασαν άνθηση στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Μερικά ήταν παλαιότερα αλλά όχι ανεπτυγμένα, ενώ άλλα ήταν κυριολεκτικώς νέα.
 
Όμως, οι αμφισβητήσεις εξακολούθησαν, γι' αυτό η επιτροπή συνήλθε τουλάχιστον μία φορά ακόμη, ακριβώς με την ίδια σύνθεση, στις 16.12.1927, δηλαδή μετά από δυόμισι χρόνια. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το αντικείμενο της διαφοράς δεν ήταν απλώς επαγγέλματα που δεν είχε προβλέψει ο νόμος, αλλά 'εγερθείσες αμφισβητήσεις', οι οποίες επιλύθηκαν με πνεύμα 'οριστικής επιλύσεως των αμφισβητήσεων τούτων, έστω και αν δεν υπάρχουν εν τισί στοιχεία επαρκώς διακριτικά δια την δικαιωτέραν υπαγωγήν'. Ο κατάλογος που ακολουθεί αντανακλά ασφαλώς υπηρεσιακές διαφωνίες μεταξύ των δύο επιμελητηρίων, που εξελίχθηκαν μέσα στους 30 μήνες από την πρώτη απόφαση της επιτροπής.
 
Με το πνεύμα αυτό, στο ΕΒΕΘ υπήχθησαν: οι έμποροι οπωρών χονδρικής πωλήσεως (λεμονάδικα), οι κατά κύριο λόγο εισαγωγείς έμποροι ηλεκτρικών ειδών, οι επιπλοπώλες, οι πωλούντες μόνον ημιολικώς (κατά το ήμισυ χονδρική) εισαγωγείς (των οδών Αιγύπτου και Μεγάλου Αλεξάνδρου), οι πωλητές ψιλικών ειδών επί των οδών Εγνατίας, Βενιζέλου (μέχρι της διασταυρώσεως Εγνατίας), εν τη Στοά Καράσσο, εν τω Μπεζεστενίω και επί των παρόδων της οδού Βενιζέλου, των περιλαμβανομένων μεταξύ των οδών αφ' ενός Σπανδωνή μέχρι της διασταυρώσεως ταύτης μετά της οδού Σολωμού και αφ' ετέρου Καρίπη μέχρι του τέρματος αυτής έναντι της οικοδομής 'Έργας'. Επίσης, οι επιχειρηματίες διευθυντές κινηματογράφων, οι φαρμακοποιοί, οι εργολάβοι, οι έμποροι δασικών προϊόντων (με ποσότητες 'άνω του βαγονίου'), οι χρωματοπώλες εισαγωγείς, οι χαρτοπώλες εξαγωγείς, τα ξυλουργικά εργοστάσια που χρησιμοποιούσαν ηλεκτρική ή μηχανική ενέργεια (δηλαδή είχαν πριονοκορδέλα), οι οινέμποροι χονδρικής πωλήσεως και οι κατασκευαστές πλεκτών που απασχολούσαν άνω των 8 'ειδικών' εργατών.
 
Αντίστοιχα, στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο υπήχθησαν όλοι οι κατασκευαστές ειδών γυναικείας αμφιέσεως (περί αυτής της κατηγορίας ο νόμος ήταν σαφής), οι κατασκευαστές πλεκτών που απασχολούσαν μέχρι 8 'ειδικούς' εργάτες, όλοι οι παντοπώλες, έστω και αν σε μικρή κλίμακα έκαναν χονδρεμπόριο, όλοι οι ποτοποιοί με την εξαίρεση των οινοπνευματοποιών, όλοι οι κατασκευαστές κολώνιας, όλοι οι πιλοποιοί, εκτός από εκείνους που κατασκεύαζαν ανδρικά πιλήματα. Επίσης, οι ηλεκτρολόγοι, οι επιπλοποιοί, οι ξυλουργοί (εκτός αν είχαν πριονοκορδέλα), οι χρωματοπώλες εκτός αν έκαναν εισαγωγές, οι χαρτοπώλες, εκτός των 'κατ' επάγγελμα' εισαγωγέων, όλοι οι βιβλιοπώλες, οι τυπογράφοι που εργάζονταν προσωπικώς (είχε συμφωνηθεί και το 1925), οι πωλητές ψιλικών (εκτός από αυτούς που είχαν υπαχθεί στο ΕΒΕΘ με βάση το γεωγραφικό κριτήριο), οι πωλητές καύσιμης ύλης με εξαίρεση όσους έκαναν εισαγωγές 'άνω του βαγονίου' και οι κτηματομεσίτες (αλλάζοντας τη συμφωνία του 1925).
 
Τουλάχιστον άλλη μία ανάλογη ρύθμιση έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όπως φαίνεται από δείγμα 30 επιχειρήσεων που χαρακτηρίσθηκαν ως 'επαγγελματικές' και μετατάχθηκαν από το Εμπορικό και Βιομηχανικό στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο στα 1931-1933. Το δείγμα αυτό παρέχει το προφίλ των υπό αμφισβήτηση επιχειρήσεων. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ του δείγματος, δεν υπάρχει κανένας παραγγελιοδόχος. Όπως είδαμε, η διόγκωση του αριθμού των παραγγελιοδόχων είναι φαινόμενο που εντοπίζεται μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (όπως φαίνεται αν συγκρίνει κανείς τον εμπορικό οδηγό του 1910 και εκείνους της δεκαετίας του 1920). Οι τρεις παλαιότερες επιχειρήσεις του δείγματος, που ιδρύθηκαν προ του 1912, είχαν ως αντικείμενο την εμπορία οίνων, την εμπορία αποικιακών και την μεσιτεία ακινήτων. Οι δύο πρώτες (Αδελφοί Αβαρόπουλοι, Χουλιβάτος-Τσιγαρίδας) στεγάζονταν στην παλαιά οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, η οποία εν μέρει συνέπιπτε με την μετέπειτα οδό Κατούνη και βορειότερα με την νεότερη οδό Ίωνος Δραγούμη. Οι υπόλοιπες 27 επιχειρήσεις του δείγματος ιδρύθηκαν μετά το 1919. Περιλάμβαναν 4 ζαχαροπλαστεία, 4 καπνοπωλεία, 3 παντοπωλεία, 2 οπωρολαχανοπωλεία, 3 τυπογραφεία, και ανά ένα ραφείο, αλλαντοπωλείο, πιλοποιείο, εφαπλωματοποιείο, καθώς και ανά έναν μεσίτη, έμπορο ποδηλάτων, κατασκευαστή τεχνητών ανθέων και ηλεκτρολόγο. Στη σύνθεση αυτή διακρίνουμε ορισμένα παλαιά επαγγέλματα (ζαχαροπλάστες και παντοπώλες, επί παραδείγματι, και μάλιστα οργανωμένοι σε συντεχνίες καταγράφονται στη Θεσσαλονίκη από τον 18ο αιώνα), αλλά και νέα, όπως τα τελευταία από τα αναφερόμενα. Μεταξύ των τυπογράφων ήταν και ο Χρήστος Νικολαΐδης, από τους μακροβιότερους επαγγελματίες του είδους του, που ίδρυσε το τυπογραφείο του το 1918 στην οδό Εγνατίας 348 (με την τότε αρίθμηση δηλαδή κοντά στην Καμάρα). Επίσης, ο Ιωάννης Κούμενος του Νικολάου, που άνοιξε στην οδό Εθνικής Αμύνης 2 το τυπογραφείο και χαρτοπωλείο 'Άγκυρα'. Ο Κούμενος καταγόταν από τη Χίο. Είχε επιδοθεί στην τυπογραφία και στην έκδοση εφημερίδων στην Αίγυπτο. Εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη στα 1913 και από την επόμενη χρονιά επιδόθηκε στην έκδοση εφημερίδων και περιοδικών. Εξέδωσε στη Θεσσαλονίκη τις εφημερίδες 'Βόσπορος', 'Άγκυρα' και 'Τηλέγραφος', ενώ στο τυπογραφείο του εκδόθηκαν ελληνόγλωσσες και ξενόγλωσσες εφημερίδες, βιβλία και περιοδικά. Ο Κούμενος αποτελεί παράδειγμα επαγγελματία που εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη μετά την απελευθέρωση της πόλης, αναζητώντας καλύτερη τύχη.
 
Μια άλλη ακόμη πιο σημαντική πηγή για τη σύνθεση των επαγγελμάτων που ανήκαν στο Επαγγελματικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο είναι η διαδικασία που ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1925 για τη συμπλήρωση του αριθμού των μελών του διοικητικού συμβουλίου από είκοσι σε τριάντα. Η διαδικασία αυτή είχε ως εξής: Τα μέλη του επιμελητηρίου, που ήταν ήδη 6.560, χωρίσθηκαν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, επαγγελματίες και βιοτέχνες. Εν συνεχεία κάθε μία από τις δύο αυτές κατηγορίες, χωρίσθηκε σε υποκατηγορίες (βλ. πίνακα 2). Σε κάθε μία από τις δέκα συνολικώς υποκατηγορίες, αντιστοιχήθηκε ο αριθμός των συμβούλων που θα έπρεπε να έχει βάσει του αριθμού των μελών της. Στη συνέχεια αφαιρέθηκαν οι υπάρχοντες σύμβουλοι και έτσι υπολογίσθηκε από ποιες κατηγορίες θα προέρχονταν οι νέοι. Επί παραδείγματι, στην υποκατηγορία (2) των επαγγελματιών (κατασκευαστές και πωλητές ποτών) αναλογούσαν, βάσει του αριθμού των μελών, δύο σύμβουλοι. Υπήρχε ήδη ένας, άρα θα έπρεπε να εκλεγεί ένας ακόμη.
 
Οι εγγεγραμμένοι επαγγελματίες ήταν 4.078, κάλυπταν δηλαδή ποσοστό 62% επί του αριθμού των μελών. Το ένα τέταρτο (25%) ήταν παντοπώλες και εδωδιμοπώλες (κατηγορία 1). Σχεδόν ένα τέταρτο, επίσης, (ποσοστό 23%) ήταν οι καφεζυθοπώλες, ξενοδόχοι, πανδοχείς, οινομάγειροι, εστιάτορες (κατηγορία 5). Οι δύο αυτές κατηγορίες κάλυπταν το ήμισυ των επαγγελματιών. Ποσοστό 9% πουλούσαν ή κατασκεύαζαν ποτά ή ήταν μικρέμποροι στις συνοικίες (όπου η πώληση οινοπνευματωδών και αεριούχων ποτών αποτελούσε βασική δραστηριότητα (κατηγορία 2). Ποσοστό 12% ήταν πωλητές κρεάτων και ψαριών (κατηγορία 3). Ενδιαφέρουσα είναι η κατηγορία 6, η οποία αφορούσε επαγγέλματα σχετικά με τις μεταφορές, και η οποία περιλάμβανε παλαιά επαγγέλματα, όπως οι ιδιοκτήτες κάρων και οι πεταλωτές, και νέα όπως οι αυτοκινητιστές. Η κατηγορία αυτή κάλυπτε 13% των επαγγελματιών. Όλες οι άλλες επαγγελματικές ιδιότητες εντάχθηκαν στην κατηγορία 4 και κάλυπταν 18% των επαγγελματιών.

Από το Λεύκωμα '80 χρόνια ΕΕθ' που εξέδωσε το Επαγγελματικό Επιμελητήριο το έτος 2005 και συνέγραψε ο Ευάγγελος Χεκίμογλου.

Ημερολόγιο εκδηλώσεων

Ιούνιος
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
   
1
2
3
4
5
6
7
8
9
10
11
12
13
14
15
16
17
18
19
20
21
22
23
24
25
26
27
28
29
30
  

NEWSLETTER